Κώλοι
χοντροί, κώλοι λεπτοί, κώλοι απαλοί κι αφράτοι, κώλοι σα ζύμη μαλακοί και
κώλαροι τριζάτοι.
Κώλοι
σκληροί σαν πέτρινοι και άλλοι λαστιχένιοι, κώλοι δροσάτοι, τροφαντοί και κώλοι
μαραμένοι.
Κώλοι
μεγάλοι σαν βουνά και κώλοι μια χουφτίτσα, κώλοι που ‘ χουν κουνήματα και
κάνουνε καπρίτσια.
Κώλοι
σαν τάβλα επίπεδοι, κι άλλοι ψηλά βαλμένοι, κώλοι σαν φράπες τουρλωτοί και
κώλοι κρεμασμένοι.
Κώλοι
κομψοί, συμμετρικοί και περιποιημένοι και κώλοι ασουλούπωτοι, “μπόγοι
κακοδεμένοι”.
Κώλοι
σαν τριαντάφυλλο και κώλοι σαν αχλάδι, κώλοι που προκαλούν κλοτσιά κι άλλοι που
θέλουν χάδι.
Κώλοι
σαν αλαβάστρινοι, που μοιάζουν με καθρέφτη, κώλοι που θέλουν φίλημα κι άλλοι
που θέλουν νέφτι.
Κώλοι
σπανοί, δασύτριχοι, κώλοι σαν κολλιτσίδες και κώλοι που στενάζουνε από
αιμορροΐδες.
Κώλοι
ακριβοί, κώλοι φτηνοί, μονάχα δυο παράδες και κώλοι που προσφέρονται εις τους
κωλομπαράδες.
Κώλοι
“τοιούτων”, ευτραφείς, μοσχοπουδραρισμένοι, και κώλοι απλησίαστοι γιατ’ είναι
λερωμένοι.
Κώλοι
αριστουργήματα, όλο καλλιγραφία και κώλοι σαν της μυλωνούς την ανορθογραφία.
Κώλοι
που σε ζαλίζουνε σαν τους κρυφοκοιτάς και που σε κάνουνε να λες.. “ή ταν ή επί
τας”!
Κώλοι
οπού το βλέμμα σου δεν ξεκολλά ευκόλως, που τους θωρείς όταν περνούν κι
αναφωνείς: “Τι κώλος!”»
Ο Γεώργιος Σουρής πέθανε στο εξοχικό του στο Νέο
Φάληρο στις 26 Αυγούστου 1919, σε ηλικία 66 ετών. Το πένθος για τον χαμό του
ήταν πανελλήνιο και η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού.
Μεταθανάτια του απονεμήθηκε το παράσημο του Ανώτατου Ταξιάρχη του Σωτήρος για
τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα. Το 1932 στήθηκε η προτομή του στον κήπο του
Ζαππείου.
Ο Γεώργιος Σουρής ήταν σατιρικός ποιητής,
δημοσιογράφος και εκδότης, πολύ δημοφιλής στο κοινό της εποχής του, κυρίως χάρη
στην εβδομαδιαία εφημερίδα «Ο Ρωμηός», την οποία εξέδιδε από το 1883 έως το
1918.
Γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου στις 2 Φεβρουαρίου
1853. Ο πατέρας του με καταγωγή από τα Κύθηρα ήταν έμπορος και η μητέρα του
καταγόταν από τη Χίο. Ο πατέρας του τον προόριζε για κληρικό, αλλά για
οικονομικούς λόγους αναγκάστηκε να τον στείλει υπάλληλο στο κατάστημα ενός
Έλληνα σιτεμπόρου στο Ταϊγάνιο (Ταγκανρόγκ) της Ρωσίας. Ήταν πάντα αφηρημένος
γιατί δεν του άρεσε το εμπόριο και γέμιζε τα κατάστιχα με στίχους που έγραφε
κρυφά.
Γύρισε στην Ελλάδα το 1879 και γράφτηκε στη Φιλοσοφική
Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για τα προς το ζην εργαζόταν ως γραφέας σ’ ένα
συμβολαιογραφείο και παράλληλα έγραφε ποιήματα και συνεργαζόταν με σατιρικές
εφημερίδες της εποχής: Ασμοδαίος του Εμμανουήλ Ροΐδη, Μη χάνεσαι! του Βλάσση
Γαβριηλίδη και Ραμπαγάς του Κλεάνθη Τριανταφύλλου.
Το 1881 νυμφεύτηκε τη χιώτισσα Μαρή Κωνσταντινίδου, με
την οποία απέκτησε τέσσερεις κόρες κι ένα γιο, τον Κρίτωνα Σουρή, ανώτερο
τραπεζικό υπάλληλο και ποιητή.
Στις 2 Απριλίου 1883 εξέδωσε τον Ρωμηό, μια
εβδομαδιαία έμμετρη τετρασέλιδη σατιρική εφημερίδα, την οποία έγραφε εξ’
ολοκλήρου. «Νονός» του τίτλου ήταν ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης.
Ο Σουρής διέκοψε την έκδοση της εφημερίδας τον
Αύγουστο, για να δώσει τις εξετάσεις του στο πανεπιστήμιο. Απορρίφθηκε, όμως,
στη μετρική «μετά πολλών επαίνων», όπως έλεγε ο ίδιος, από τον καθηγητή
Σεμιτέλο, τον οποίο έκανε αργότερα πασίγνωστο στο Πανελλήνιο με τους σατιρικούς
του στίχους.
Τον Ιούνιο του 1884 ξανάβγαλε τον Ρωμηό και τον
συνέχισε χωρίς διακοπή έως το 1918.
Ο Ρωμηός αγαπήθηκε πολύ από τον λαό και διαβαζόταν
άπληστα από τον ελεύθερο και υπόδουλο ελληνισμό. Για 36 χρόνια και οκτώ μήνες
κυκλοφορούσε τακτικά κάθε Σάββατο και έκανε δημοφιλή τον Σουρή.
sansimera.gr
